
Ο γερανός ταξίδευε μέρες ολόκληρες από την Αφρική κι είχε ανάγκη να ξεδιψάσει και να ξεκουραστεί!
Καθώς πετούσε πάνω από την Ημαθία είδε ένα ποταμάκι! “Επιτέλους, σκέφτηκε! Θα ξαποστάσω λίγο κι έπειτα θα συνεχίσω το ταξίδι μου! “
Μα, πριν προλάβει να προσγειωθεί, η Τάφρος φώναξε τρομαγμένη: ” Μη! Μη! Μην σταματάς εδώ! Φοβάμαι πως θα σου κάνω μεγάλο κακό!”
Ο γερανός κοντοστάθηκε! ” Τι έχεις πάθει;” το ρώτησε απορημένο. “Δε βλέπεις;” Του αποκρίθηκε εκείνο! “Κοίτα τα νερά μου! Δεν έχω καθαρό νερό! Κανένα ψαράκι ποια δεν κολυμπάει στα νερά μου!” Ο γερανός το άκουγε, αλλά όσο πλησίαζε, ένιωθε μια περίεργη μυρωδιά. “Γιατί μυρίζει έτσι εδώ;”,το ρώτησε! “Αχ, και νά ‘ξερες… Οι άνθρωποι δε νοιάζονται για μένα πια! Μου πετούν φυτοφάρμακα οι γεωργοί κι από εκείνους τους μεγάλους σωλήνες κυλούν όλα τα απόβλητα των εργοστασίων! Αυτά μυρίζουν έτσι κι είναι αποπνικτικά, γι’ αυτό και με αποφεύγουν όλα τα πουλιά! Αλλά κι εγώ έτσι, όπως με έχουν καταντήσει, δεν μπορώ να φανώ χρήσιμη σε κανένα ζωντανό!” “Ναι, πράγματι! Ούτε κι εγώ αντέχω εδώ! Την ανάσα μου μετά βίας κρατώ!”, απάντησε ο γερανός κι έκανε να απομακρυνθεί.
Την ώρα εκείνη η Τάφρος το αποχαιρέτησε και του είπε: “Φύγε,φύγε από εδώ! Πάνε στο διπλανό χωριό! Εκεί μπορείς να ξαποστάσεις και στα παιδιά του 1ου Νηπιαγωγείου Μακροχωρίου να πας, να τους πεις να με βοηθήσουν! Είμαι σίγουρη πως έτσι δε θα με αφήσουν!”
“Έννοια σου και θα πετάξω γρήγορα ως εκεί! Ελπίζω κι εύχομαι τα παιδιά να βοηθήσουν και να βρεθεί λύση ιδανική! “
Έτσι, ο γερανός κατέφθασε στο νηπιαγωγείο κι είπε στα παιδιά για την κατάσταση που επικρατεί, όχι πολύ μακριά από εκεί και τα παιδιά πιάσαν μολύβια και χαρτιά και σκέφτηκαν πως πρέπει να δράσουν κι ας είναι πια αργά!
